- κυκλώνω
- (AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος]1. περιβάλλω απ' όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω («'Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.)2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας "Αρει φονίῴ», Ευρ.γ. «Ἀργέϊοι δὲ πόλισμα Κάδμου κυκλοῡνται», Αισχύλ.)αρχ.1. (παθ. και ενεργ.) κυκλοῡμαι, -όομαι και κυκλῶ, -όωγυρίζω γύρω γύρω από κάτι, κινούμαι ή χορεύω κυκλικά (α. «ἀκλαυτεί περί βωμὸν κυκλώσασθαι», Καλλ.β. «καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριὸν σου, Κύριε», ΠΔ)2. περιστρέφω ή στροβιλίζω κάτι3. σχηματίζω καμπύλη σε κάτι, καμπυλώνω, δίνω κυκλικό σχήμα4. σκάβω κάτι δίνοντάς του κυκλικό σχήμα.
Dictionary of Greek. 2013.